Οι μαθητές παρουσιάζουν τα βιβλία που διάβασαν
Η ΜΗΧΑΝΗ ΠΟΥ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ, Χ. ΤΖ. ΓΟΥΕΛΣ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ένας επιστήμονας ονόματι Χρονοταξιδιώης που ζει στο Ρίτσμοντ αποφασίζει να πειραματιστεί πάνω σε μια μηχανή που θα ταξιδεύει μέσα στον χρόνο. Ο Χρονοταξιδιώτης διηγείται στους φίλους του την μοναδική εμπειρία που έζησε 802.700 χρόνια στο μέλλον. Το μόνο που βλέπει είναι άνθρωποι οι οποίοι δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους. Είναι οι Ελόι μικροσκοπικά πλάσματα που ζουν χαρούμενα τρώγοντας άφθονα φρούτα και λαχανικά. Το μόνο που τους περιορίζει είναι οι Μόρλοκς. Είναι αιμοβόρα πλάσματα τα οποία ζουν όλοι τους τη ζωή μέσα στην γη. Ο Χρονοταξιδιώτης καταλαβαίνει ότι οι άνθρωποι έχουν χωριστεί σε δύο κατηγορίες, τους Ελόι και τους Μόρλοκς. Οι Ελόι τον φιλοξενούν χωρίς φόβο αλλά έχουν την περιέργεια να μάθουν ποιος είναι. Όμως οι Μόρλοκς ακριβώς το αντίθετο: του βάζουν εμπόδια και του κλέβουν την χρονομηχανή. Όμως μετά από σκληρούς αγώνες ο Χρονοταξιδιώτης παίρνει πίσω την χρονομηχανή και ταξιδεύει 30.000.000 χρόνια μπροστά βλέποντας την γη να έχει αλλοιωθεί στον χρόνο και ο ήλιος να είναι μόνιμα στην δύση. Τέλος η ζωή του κινδυνεύει από κάτι κοκκινόμορφα πλάσματα που έχουν σχήμα καβουριού. Ο Χρονοταξιδιώτης παραβλέπει τις παραλίες και αυτά τα απαίσια τέρατα και βλέπει την Γη μας σε κακή κατάσταση. Όταν επιτέλους φτάνει πίσω στο εργαστήρι, αναρωτιέται αν αυτό που έζησε ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Όμως τελικά ήταν η αλήθεια γιατί διαπίστωσε ότι στην τσέπη του υπήρχαν δύο μαραμένα λουλούδια που του είχε προσφέρει ένα κορίτσι.
Τα συναισθήματα που μου δημιούργησε αυτό το βιβλίο
Αυτό το βιβλίο ήταν ένα από τα πιο ωραία μυθιστορήματα που έχω διαβάσει ποτέ. Η πλοκή, η αγωνία, ο ωραίος αφηγηματικός λόγος ήταν αυτά που σε κάνουν να νομίζεις ότι ταξιδεύεις και εσύ με τον Χρονοταξιδιώτη. Ο χρονοταξιδιώτης πάει μπροστά στον χρόνο βλέποντας την Γη να αλλάζει μέρα με την μέρα κι αυτό σου δημιουργεί ένα συναίσθημα νοσταλγίας και απογοήτευσης. Παρόλα αυτά ο συγγραφέας σε συνεπαίρνει με το κείμενο του να ταξιδέψεις και εσύ στις ουτοπίες και δυστοπίες.
Κάτι που μου έκανε εντύπωση
Μου έκαναν πολλά πράγματα εντύπωση το πώς γίνεται να ταξιδεύεις μέσα στο χρόνο, αν η γη με τον καιρό θα παραμείνει ίδια ή θα καταστραφεί εντελώς, γιατί ο συγγραφέας προτιμά να μην ονομάσει τον Χρονοταξιδιώτη; Αλλά εμένα αυτό που μου κέντρισε το ενδιαφέρον πώς γίνεται δύο άτομα, που ζουν σε διαφορετικό χρόνο, έχουν μεσολαβήσει 800.000 χρόνια, να ερωτευτούν.
Ελισάβετ
Τελική παρουσίαση του βιβλίου Μελανόκαρδος
Η Μέγκι, τον επόμενο Σεπτέμβρη, επανέρχεται κανονικά στα μαθήματα και στο σχολείο, μετά από τις καλοκαιρινές διακοπές, καθώς και την απουσία της από τα τελευταία μαθήματα, προς το τέλος της προηγούμενης σχολικής χρονιάς.
Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, χωρίς σύννεφα να κρύβουν τον ήλιο, που με τις ακτίδες του, φώτιζε το περιβάλλον, αλλά και ζέσταινε τα παιδιά. Μπαίνοντας στο σχολείο την πρώτη μέρα, συνάντησε τους συμμαθητές της. Μόλις την είδαν, χάρηκαν πάρα πολύ, λόγω του ότι τους έλειψε τις τελευταίες ημέρες από το σχολείο και, έτσι, είχαν περισσότερο καιρό που δεν την είχαν συναντήσει.
- Καλωσήρθες Μέγκι! Δεν φαντάζεσαι πόσο χαιρόμαστε που σε ξαναβλέπουμε! Μας έλειψες!
- Και εγώ χαίρομαι πολύ παιδιά που σας ξανασυναντώ!
- Μέγκι, να σου κάνουμε μια ερώτηση;
- Φυσικά!
- Πού ήσουν τις τελευταίες ημέρες των μαθημάτων πέρυσι το καλοκαίρι;
- Λοιπόν, είναι μεγάλη ιστορία... Θέλετε να σας την πω, παρόλα αυτά;
- Ναι! Σε παρακαλούμε! Νοιαζόμαστε για σένα! Θέλουμε πολύ να μάθουμε!
- Ωραία... Ένα βράδυ, περίμενε έξω από το σπίτι μου ένας κύριος. Στο σπίτι, ήταν μόνο ο πατέρας μου μαζί μου. Η μητέρα μου έλειπε. Θα σας πω αργότερα το πού ήταν...
- Ποιος ήταν ο κύριος και τι ήθελε;
- Περιμένετε καλέ! Ένα ένα!
- Καλά! Όπως θες! Απλά πες μας! Είμαστε γεμάτοι ανυπομονησία να μάθουμε!
- Εντάξει, συνεχίζω. Πήγα, έτσι, στον πατέρα μου και του αναφέρω το γεγονός ότι είναι κάποιος έξω από το σπίτι. Σηκώνεται, ανοίγει την πόρτα και υποδέχεται τον κύριο. Ήταν κάτι σαν φίλος του. Πήγαν στο εργαστήριό του και μιλούσαν. Κρυφάκουσα για λίγο, αλλά, μετά, έτρεξα στο κρεβάτι μου και κοιμήθηκα. Το πρωί, με ξύπνησε ο Μο και ετοιμαστήκαμε, όπως μου είπε, για να πάμε προς τον Νότο.
- Ποιος είναι ο Μο, Μέγκι;
- Ο μπαμπάς μου είναι καλέ! Το Μο βγαίνει από το Μόρτιμερ.
- Α! Εντάξει! Συνέχισε!
- Αργότερα, αφότου είμασταν έτοιμοι, ξεκινήσαμε το ταξίδι μας. Στον δρόμο, συναντήσαμε και το άτομο που ήταν το προηγούμενο βράδυ έξω από το σπίτι μας. Ήρθε και αυτός μαζί μας. Ύστερα από πολλή ώρα οδήγησης, φτάσαμε στο σπίτι μιας γνωστής του πατέρα μου, που αποδείχτηκε ότι ήταν η θεία της μαμάς μου. Την έλεγαν Έλινορ. Μείναμε εκεί. Όμως, ένα βράδυ, εισέβαλαν στο σπίτι πέντε οπλισμένοι άντρες, οι οποίοι απήγαγαν τον πατέρα μου. Έτσι, το επόμενο πρωί, εγώ, η Έλινορ και ο Σκονοδάχτυλος, ο φίλος του Μο, ξεκινήσαμε να πάμε στο χωριό του Αιγόκερω, έχοντας μαζί μας τον Μελανόκαρδο, το βιβλίο, που ήθελαν τόσο πολύ αυτοί οι εγκληματίες.
- Ποιος είναι ο Αιγόκερως;
- Είναι ο άντρας που πρόσταξε τα τσιράκια του να απαγάγουν τον Μο για τον Μελανόκαρδο.
- Εντάξει! Συνέχισε! Και τι έγινε μετά;
- Αφού φτάσαμε στο χωριό του Αιγόκερω, μας έπιασαν αιχμαλώτους στην είσοδο και μας πήγαν στον Αιγόκερω, στον οποίο παραδώσαμε και το βιβλίο. Μα, δεν μας ελευθέρωσαν, όπως περιμέναμε. Αντίθετα, μας φυλάκισαν μαζί με τον Μο. Όμως, ο Σκονοδάχτυλος αποδείχτηκε προδότης. Την επόμενη μέρα, μας πήγαν στην εκκλησία του χωριού, όπου περίμενε ο Αιγόκερως με τους άνδρες του. Εκεί, υποχρέωσαν τον πατέρα μου να διαβάσει βιβλία με χρυσάφια, ώστε να τα φέρει στον κόσμο μας και να πλουτίσει ο Αιγόκερως.
- Μα, πώς θα το έκανε;
- Είναι μια «μαγική» ικανότητα, που έχει εκείνος και, αργότερα, ανακάλυψα ότι έχω κι εγώ.
- Οαου! Συνέχισε!
- Και, αφού έφερε τα νομίσματα και, κατά λάθος, ένα αγόρι, τον Φαρίντ, μας ξαναέκλεισαν στα κελιά μας. Το αγόρι το έβαλαν σε ξεχωριστό από εμάς. Το βράδυ, μάλλον λόγω των τύψεων που είχε, ο Σκονοδάχτυλος ήρθε και μας απελευθέρωσε κρυφά όλους. Ξεφύγαμε. Μπήκαμε στο Στέισον Βάγκον της Έλινορ και φύγαμε. Όμως το βιβλίο ήταν ακόμα εκεί. Ξαφνικά, μετά από αρκετή ώρα, είδαμε από πίσω μας ένα όχημα των ανδρών του Αιγόκερω. Ήταν δύο άνθρωποί του, ο Μπάστα και ο Πλακουτσομύτης. Με έναν ελιγμό της Έλινορ, αφήσαμε το βανάκι σε μια πλαγιά και κρυφτήκαμε εκεί πέρα. Μετά από ώρα ψάξιμο, μας εντόπισαν. Όμως με τον τρόπο μας, τους ξεφύγαμε με το δικό τους βανάκι και φτάσαμε σε μια κωμόπολη, έχοντας αφήσει τους δύο άντρες κλεισμένους σε μια καλύβα στην πλαγιά. Μείναμε σε ένα ξενοδοχείο, για να ξεκουραστούμε. Την επόμενη μέρα, η Έλινορ έδωσε στον Μο τη διεύθυνση του συγγραφέα του βιβλίου, ώστε να πάμε και να ψάξουμε, αν έχει κάποιο περισσευούμενο αντίτυπο. Εκείνη αποχώρησε για το σπίτι της. Πήγαμε στο σπίτι του συγγραφέα, μια ώρα περίπου με το αυτοκίνητο μακριά. Δεν είχε καποιο αντίτυπο. Μας έδωσε ένα διαμέρισμα, για να μείνουμε για το βράδυ. Όμως, το πρωί, που ο Μο έλειπε για να φέρει την Έλινορ από το αεροδρόμιο, μας βρήκε ο Μπάστα με τον Πλακουτσομύτη. Μας απήγαγαν και εμένα και τον Φενόλιο. Στην αρχή με ήθελαν για δόλωμα για να έρθει ο πατέρας μου να τους διαβάσει τον Μελανόκραδο και να τους φέρει ένα φίλο, τη Σκιά. Όμως, όταν ανακάλυψαν ότι μπορώ να το κάνω και εγώ, μετά από τη μεταφορά μας στην εκκλησία και την επιστροφή μας στο δωμάτιο, υποχρέωσαν εμένα να το κάνω. Στην εκκλησία, συνάντησα τη μητέρα μου, που την είχε βγάλει ο Δαρείος από το βιβλίο, που την είχε βάλει κατά λάθος ο Μο. Στη θέση της μητέρας μου, είχαν έρθει αυτοί οι εγκληματίες. Με έβαλαν να διαβάσω βιβλία, για να επιβεβαιώσουν ότι δεν ήταν σύμπτωση, που βγήκε μία νεράιδα από το βιβλίο Πήτερ Παν, η Τίνκερ Μπελ. Αφού το επιβεβαίωσαν, την επόμενη μέρα, μου έφεραν ρούχα να αλλάξω και με πήρε η Μορτόλα, η μητέρα του Αιγόκερω, με σκοπό να μου δείξει το βιβλίο, τον Μελανόκαρδο. Μετά, με πήγαν, όπως του ζήτησα, να δω τον κρατούμενο Σκονοδάχτυλο μαζί με τη μητέρα μου, τη Ρέζα. Ο Σκονοδάχτυλος απέδρασε, αλλά τη μητέρα μου την έβαλαν πίσω στο κελί. Αργότερα, με πήγαν στο βάθρο σε μια αρένα του χωριού, για να διαβάσω το βιβλίο και να φέρω τη Σκιά. Όμως, με τη βοήθεια του Φενόλιο, του συγγραφέα, αλλάξαμε κάπως την ιστορία και, έτσι, η Σκιά, αντί να σκοτώσει τους κρατουμένους, την Έλινορ, τη Ρέζα και τον Μπάστα, που βρισκόταν εκεί λόγω συνεχόμενων αποτυχιών, θα σκότωνε τον Αιγόκερω και τους άντρες του. Η τελετή καθυστέρησε λόγω μιας πυρκαγιάς που προκλήθηκε. Ξεκίνησα, λοιπόν, αργότερα, να διαβάζω το βιβλίο και η Σκιά εμφανίστηκε και σκότωσε όλους τους άντρες του Αιγόκερω, εκτός από τη Μορτόλα, τον Μπάστα και κάποιους άλλους και τον ίδιο. Περιέργως πώς, εξαφανίστηκε και ο Φενόλιο. Έπειτα, η Σκιά διαλύθηκε και εμφανίστηκαν όσα αθώα πλάσματα είχε σκοτώσει. Την επόμενη μέρα το πρωί, ξεκινήσαμε, χωρίς τον Σκονοδάχτυλο και τον Φαρίντ, οι οποίοι είχαν φύγει. Φτάσαμε στο σπίτι της Έλινορ, όπου ο Δαρείος τη βοήθησε να αναδιοργανώσει τη βιβλιοθήκη της. Εκεί μείναμε. Εκεί τελείωσε η περιπέτειά μας.
- Και τώρα σε πιστέ...
- Όμως, το κουδούνι για το μάθημα τους έκοψε τον διάλογο. Έτσι, πήγαν για μάθημα και ξέχασαν αυτό το θέμα.άμπρο
- Λάμπρος
ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΤΟΥ ΓΚΙΟΥΛΙΒΕΡ (ΓΚΑΛΙΒΕΡ),Τζόναθαν Σουίφτ
Το ταξίδι στην Λιλιπούπολη
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
1) Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ (Γκάλιβερ), είναι ένα σατιρικό έργο του Αγγλο-Ιρλανδού συγγραφέα, Jonathan Swift, το οποίο μοίρασε σε τέσσερα μέρη και το δημοσίευσε ανώνυμα το 1726 ως “Ταξίδια σε αρκετά απομακρυσμένα έθνη του κόσμου”. Είναι ένα θεμελιακό βιβλίο της αγγλικής λογοτεχνίας, το οποίο παραποιεί (με κωμικό τρόπο)τις δημοφιλείς ταξιδιωτικές αφηγήσεις της τότε εποχής, συνδυάζοντας μυθικές/εξωτικές περιπέτειες με την σάτιρα των αγγλικών εθίμων και της αγγλικής πολιτικής σκηνής
2) Αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο ο Lemuel Gulliver, ο οποίος, αφού μαθήτευσε σ’ έναν εξέχοντα γιατρό στο Λονδίνο για τέσσερα χρόνια, έγινε χειρουργός και στη συνέχεια ταξίδεψε σαν καπετάνιος σε τέσσερις απώτατες περιοχές του κόσμου κι έτσι περιέγραψε τις περιπέτειες του
3 )Στην πρώτη, ο Gulliver είναι ο μόνος που επέζησε ενός φριχτού ναυαγίου και κολυμπώντας για να σωθεί, φθάνει σώος στις ακτές της χώρας, Λιλλιπούτης. Συλλαμβάνεται και στη συνέχεια δένεται από μικροσκοπικά ανθρωπάκια που έχουν ύψος μικρότερο από 6 ίντσες. Ακολουθεί η μεταφορά του στα ενδότερα της χώρας, στην πρωτεύουσα, και η απελευθέρωσή του.
4) Οι Λιλιπούτειοι έχουν έναν εξωτικό πολιτισμό. Ο εξωτισμός τους είναι ποιητικός, αστείος και παράδοξος: οι άνδρες, π.χ. σχετικά με τις πολιτικές τους ιδέες διαχωρίζονται σ’ αυτούς που φορούν ψηλοτάκουνα παπούτσια και σ’ εκείνους που φορούν χαμηλά και οι θέσεις του γηπέδου γεμίζουν από εκείνους που είναι καλύτεροι στο χορό σχοινιών.
5) Ζητείται από τον Gulliver να τους συνδράμει στην υπεράσπιση της Λιλλιπούτης ενάντια στην αυτοκρατορία του Μπλεφούσκου, με την οποία οι Λιλιπούτειοι αντιμάχονται για το (πόσο αστείο!) ποιο άκρο ενός αυγού πρέπει να σπάσει, καθώς πρόκειται για θρησκευτικό δόγμα.
6) Ο Gulliver υποτάσσει τον στόλο του Μπλεφούσκου, κι έτσι αποτρέπει την εισβολή στην Λιλλιπούτη, αλλά με ευφυΐα και αίσθημα δικαίου αρνείται να συνδράμει τον αυτοκράτορα της Λιλλιπούτης στην επιτυχία των σχεδίων του να κατακτήσει την αυτοκρατορία του Μπλεφούσκου
7) Κατόπιν ο Gulliver σβήνει μια φωτιά στο βασιλικό παλάτι ουρώντας πάνω του. Όμως τα αγαθά κίνητρά του δεν γίνονται αντιληπτά, παύει να έχει την εύνοια των Λιλιπούτειων και καταδικάζεται σε τύφλωση και λιμοκτονία.
8) Εν τέλει φεύγει στο Μπλεφούσκου, όπου βρίσκει κανονικό σκάφος και καταφέρνει να επιστρέψει στην Αγγλία.
Εντυπώσεις-συναισθήματα
Αυτό τα βιβλίο με μάγεψε. Ήταν το κατάλληλο για εμένα.
Ταξίδεψα μαζί του, γέλασα, προβληματίστηκα, έκλαψα και άλλα χιλιάδες συναισθήματα. Χαιρόμουν να το διαβάζω. Ήταν η πρώτη μου έννοια. Παρατούσα διαβάσματα, δουλειές και πολλά άλλα για να το διαβάσω. Μέχρι και στη WebEx την ώρα του μαθήματος το διάβαζα. Αν κάποιες φίλες μου θα με ρωτούσαν :<< ποιο βιβλίο είναι ωραίο για να το πάρω να το διαβάσω; εγώ θα απαντούσα με μιας: << Τα ταξίδια του Γκαλιβερ!!>> Ευχαριστώ την κ. Ελένη που διάβασε την ψυχή μου και μου έδωσε το καταλληλότερο βιβλίο.
Αξιολόγηση
Αν και γράφτηκε σχεδόν τρεις αιώνες πριν, η ιστορία του Gulliver είναι απίστευτα σύγχρονη, καθώς θίγει με καυστικό λόγο το γένος των ανθρώπων που ξοδεύεται διαρκώς σε πολέμους. Πολέμους, που οφείλονται στην επιθυμία για κατανομή της δύναμης και του πλούτου, στον ανταγωνισμό για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών, στις αντιπαλότητες μεταξύ των κρατών και σε άλλα διεθνή φαινόμενα όπως η τρομοκρατία. Ο πόλεμος, όμως, είναι σκληρός και βίαιος και γεννάει πολλά δεινά:
• αφανισμό πληθυσμών
• οικολογικές και πολιτισμικές καταστροφές
• βίαιο ξεριζωμό πληθυσμών από τις εστίες του
• οικονομική κατάρρευση
• τεράστιες ζημιές στις υποδομές
• υπανάπτυξη της παιδείας και του πολιτισμού
• τραυματισμένοι άνθρωποι, ψυχικά και σωματικά με πληγές που δεν επουλώνονται ποτέ
• μακροχρόνια μίση που γεννούν νέους πολέμους
Ζωή
Περίληψη του βιβλίου η "ΜΟΜΟ’’, Μίχαελ Έντε
Ανάμεσα στα ερείπια ενός παλιού αμφιθεάτρου ζει ένα δεκάχρονο κοριτσάκι η Μόμο, το οποίο έχει ένα ιδιαίτερο χάρισμα. Κανένας δεν γνωρίζει πότε εμφανίστηκε, αλλά όλοι την αγαπούν, αφού το χάρισμα της είναι να ακούει υπομονετικά τους γύρω της. Μαζεύονται μέρα με την μέρα κοντά της όλο και περισσότερα φτωχά παιδιά της γειτονιάς, αλλά και ενήλικες όπως ο Μπέπος – ο καλόκαρδος οδοκαθαριστής και ο Τζίτζης – ο ξεναγός, του οποίου του αρέσει να διηγείται ιστορίες, τις οποίες τις φτιάχνει από το μυαλό του. Όταν εμφανίζονται στην πόλη οι μυστηριώδεις και ταυτόχρονα πολύ επικίνδυνοι γκρίζοι κύριοι που ζουν κλέβοντας τον χρόνο των ανθρώπων, οι ενήλικες ξαφνικά γίνονται απόμακροι, σκληροί, γεμάτοι άγχος και νιώθουν πως πρέπει να τελειώσουν τις δουλειές τους όσο πιο γρήγορα γίνεται για να έχουν χρόνο. Η Μόμο βλέποντας την κατάσταση που επικρατεί προσπαθεί να τους επαναφέρει, αλλα το μόνο που καταφέρνει είναι να γίνει ο στόχος των γκρίζων κυρίων. Μια μεγάλη περιπέτεια ξεκινάει για την μικρή Μόμο, η οποία θα γνωρίσει τα μυστικά του χρόνου, όμως θα χάσει και τους φίλους της, οι οποίοι βρίσκονται υπό την κατοχή των γκρίζων κυρίων. Τελικά η Μόμο καταφέρνει με την βοήθεια του μαστρο- Ώρα και της χελώνας Κασσιόπειας να απελευθερώσει και να πάρει πίσω τους φίλους της.
Αντωνία
Το άλλο, Λιλή Μαυροκεφάλου
Ακροστιχίδα
Τρόμος
διαφΟρετικό
νΑρκωτικά
απεΛευθέρωση
αΛλόκοτο
υπΟγειο
Περίληψη
Ο 18χρονος άντρας, Ίσμν, ο οποίος από μικρός έπαιρνε ναρκωτικά για να ξεχάσει αυτά που τον βασάνιζαν, ζει στην Υπόγεια Πολιτεία, το σπίτι του, μαζί με άλλους αλλόκοτους άντρες όπου εκεί περνούν οι μέρες της ζωής τους. Πολύ βαρετά για κάποιους, όπως ο Ίσμν, γιατί τον απασχολεί, τώρα πια, κάτι, το οποίο τον κάνει ν’ αποφεύγει τα ναρκωτικά. «Το άλλο» έχει γεννηθεί μέσα του και γυρνάει ασταμάτητα μες το νου του σαν ζαλισμένη σφήκα. Κάτι τον κάνει να θέλει να φύγει από εκεί όπου ζει και να πάει κάπου αλλού να μείνει. Έτσι, ένα βροχερό βράδυ, φεύγει κρυφά με ένα αεροπλάνο, το οποίο δεν ήξερε φυσικά να χειρίζεται και αργότερα, αναγκάζεται να πηδήξει στο κενό, λόγω της έλλειψης καυσίμων. Τον ξεβράζει η θάλασσα στην ακτή της Λοφούσας, όπου τον βρίσκει ένα όμορφο, καλόκαρδο κορίτσι, που ονομάζεται Ήρινα. Τον μεταφέρει στο χωριό της, τον περιποιείται, αναρρώνει και προσπαθεί να μάθει τη γλώσσα τους. Γνωρίζει τα ήθη και τα έθιμά τους, την καθημερινή τους ζωή και πιάνει και κάποιες φιλίες οι οποίες πιστεύει πως δεν είναι και πολύ αληθινές. Αυτό το χωριό, η Λοφούσα, είναι ένας τόπος γεμάτος παιδικές φωνές, χαρές αλλά και λύπες, αγάπη, συμπόνια, γιορτές και πανηγύρια, οι άνθρωποι αλληλοβοηθιούνται , φροντίζονται. Αυτό το χωριό δεν μπορώ να το περιγράψω με είκοσι ούτε εκατό λέξεις όπως άλλωστε και η συγγραφέας.
Ο Ίσμν επιπλέον, γνωρίζει την θεία της Ήρινας, την Αρεθούσα, μία πολύ καλή, λιγόλογη, όμορφη ευγενική, συμπαθητική και σχεδόν σιωπηλή κοπέλα. Δεν εμπιστεύεται εντελώς τους ανθρώπους εκεί και μάλιστα του έχει μπει στο νου ότι εκεί, οι πολίτες, έχουν κάποια σχέση με τους φίλους του από την Υπόγεια Πολιτεία όπου ζούσε, και θέλουν το κακό του. Κάπως έτσι, μία μέρα, αποφασίζει να κλέψει την πτητική μηχανή της Ήρινας. Αφού την παίρνει στα χέρια του, τη φορά, πετά, και νιώθει ελεύθερος, νιώθει ότι βρίσκεται στην πραγματική του πατρίδα. Δυστυχώς όμως, δεν ξέρει να πετάει την πτητική μηχανή και πέφτει άτσαλα στο στεγνό, καφετί χώμα. Χτυπάει τόσο άσχημα που χάνει τη μνήμη του και επειδή δεν θυμάται καν πως τον λένε αποφασίζει να τον φωνάζουν Αλέξη. Η Αρεθούσα και όχι μόνο, τον φροντίζει όλο το χρονικό διάστημα που είναι άρρωστος κι αδύναμος ώσπου να γίνει περδίκι. Μετά από λίγο καιρό, έρχεται καλοκαίρι κι επειδή ο Ίσμν έχει ερωτευτεί την Αρεθούσα παντρεύονται. Επίσης, μένουν για δύο εβδομάδες όπως συνηθίζεται στη Λοφούσα, στο όμορφο, μαγικό «Ερωτονήσι». Μετά από όλα αυτά, ο Ίσμν αντιλαμβάνεται ότι τελικά τώρα πια, θα μπορεί να κοιτάζει πίσω του το παρελθόν γιατί δεν θα νιώθει ακατακίνητη ανάγκη να το βάλει στα πόδια. Παραδέχτηκε επιτέλους ότι εκεί, η Λοφούσα οι φίλοι του, η Αρεθούσα είναι αυτά που κατά βάθος αγαπάει στ’ αλήθεια. Νιώθει τώρα να τον κατακλύζει μία συμπόνια, διαφορετικά συναισθήματα για τους γύρω του, ακόμη και για τον εαυτό του. Όχι μόνο κατάλαβε την ουσία του «άλλου» αλλά τελικά αυτό «το άλλο» ήταν πια ολόδικό του.
Αποσπάσματα του βιβλίου που με εντυπωσίασαν
1. Αφού ήταν άνθρωποι, όλα μπορούσε να τα περιμένει κανείς, ακόμα και τα πιο φριχτά! Μια και δεν του ήταν εύκολο να τους μισήσει, θα ‘πρεπε τουλάχιστο να δυσπιστεί απέναντί τους, να μην τους παραδοθεί ποτέ, να μην ξεχνά πως άνθρωπος σημαίνει εχθρός. «Εχθρός, εχθρός», έλεγε και ξανάλεγε κι όμως μια πιο βαθιά φωνή μέσα του ψιθύριζε πως το «άλλο» ήτανε εδώ.
2. Η αγάπη δεν κάνει διακρίσεις. Δεν κομματιάζεται. Ούτε φοβάται. Είναι ο ίδιος ο κόσμος, η ίδια η ζωή, το μυστικό των Λοφουσιωτών κι η ουσία του «άλλου» τους.
Επέλεξα αυτά τα δύο αποσπάσματα του βιβλίου ως αγαπημένα μου, γιατί προϊδεάζουν κάποιον για το θέμα που θίγει το βιβλίο αλλά και ίσως για τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή. Επίσης μέσα από αυτές τις λίγες γραμμές εγώ προσωπικά, μπορώ να καταλάβω τον χαρακτήρα αλλά και τις ηθικές αρχές των Λοφουσιωτών.
Η γνώμη μου για το βιβλίο
Πιστεύω πως αυτό το βιβλίο εκτός από το θέμα της δυστοπίας που περιλαμβάνει αρχικά, και αργότερα γίνεται ουτοπικό ζώντας ο Ίσμν μία ευτυχισμένη ζωή με αυτούς που αγαπά και αφού έχει συναντήσει αυτό το «άλλο» που τον βασάνιζε τόσο καιρό, σαν να με έκανε να καταλάβω το νόημα της ζωής. Δηλαδή, εκτός από τις λύπες, τις στενοχώριες, τις δυσκολίες, τα βάσανα, η ζωή είναι ωραία και όμορφη, αν βρίσκεσαι με αυτούς που αγαπάς, φροντίζεις και σε φροντίζουν, σε νιώθουν και σε σέβονται πραγματικά.
Ανθή
ΦΑΡΕΝΑΪΤ 451
Συγγραφέας: Ρέι Μπράντμπερι
1η Έκδοση: 1953
Το «Φαρενάιτ 451» αναφέρεται σε μια δυστοπική εποχή, όπου τα βιβλία είναι απαγορευμένα. Ομάδες πυροδοτών μπαίνουν σε όσα σπίτια υπάρχουν βιβλιοθήκες και καίνε τα βιβλία, ώστε να καταστρέψουν έτσι και το περιεχόμενό τους που μπορεί να είναι ανατρεπτικό.
Με αυτό τον τρόπο καταπολεμούν την αμφισβήτηση και τον προβληματισμό που συνεπάγεται η ανάγνωσή τους. Ο τίτλος του βιβλίου αναφέρεται στη θερμοκρασία (σε βαθμούς Φαρενάιτ) της αυτανάφλεξης του χαρτιού.
Βασικός ήρωας του βιβλίου είναι ο Γκάι Μόνταγκ, ένας πυροδότης που χαιρόταν να καίει βιβλία, παντρεμένος με μια αφελή νοικοκυρά, την Μιλντρεντ, που παίρνει ναρκωτικά και περνάει όλο της το χρόνο μπροστά σε μια οθόνη. Η γειτόνισσά του Κλαρίς θα τον κάνει να ενδιαφερθεί για την ανάγνωση και τα βιβλία. Κάποια μέρα οι πυρονόμοι μαζί με τον Μόνταγκ πηγαίνουν σε κάποιο σπίτι να κάψουν τη βιβλιοθήκη και, επειδή η ιδιοκτήτρια αντιστέκεται, παραδίδουν κι εκείνη στις φλόγες. Όμως ο Μόνταγκ καταφέρνει να πάρει κρυφά ένα βιβλίο. Έπειτα ο Γκάι μαθαίνει από τον Μπίτι, τον προϊστάμενό του, ότι η καύση των βιβλίων γίνεται όχι με κυβερνητική εντολή, αλλά επειδή εκτοπίστηκαν από την εικόνα και από τις κοινωνικές ομάδες που λογόκριναν ό,τι ήταν αντίθετο στις πεποιθήσεις τους.
Η γνωριμία του Γκάι με τον άλλοτε καθηγητή Λογοτεχνίας Φάμπερ, τον κάνει να αντιληφθεί τη σημασία των βιβλίων και του γραπτού λόγου, που δίνει την πραγματική διάσταση του κόσμου και των προβλημάτων του, σε αντίθεση με την εικονική πραγματικότητα της τηλεόρασης. Ο Γκάι θα στραφεί κατά των συνεργατών του πυροδοτών και κατόπιν θα καταφέρει να τους σκοτώσει, ώστε να τους ξεφύγει. Έτσι κυνηγημένος καταλήγει σε μια περιοχή όπου ζουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν απομνημονεύσει βιβλία για να μην χαθούν αυτά από τη συλλογική μνήμη. Τελικά ο Μόνταγκ ακολουθεί αυτούς τους ανθρώπους και γίνεται ένας από αυτούς.
Αποσπάσματα του βιβλίου και νοήματα
«Όλοι αφήνουμε κάτι πίσω όταν πεθαίνουμε, έλεγε ο παππούς μου. Ένα παιδί, ένα βιβλίο, έναν πίνακα, ένα σπίτι, έναν μισοχτισμένο τοίχο, ένα ζευγάρι παππούτσια που φτιάξαμε ή έναν κήπο που καλλιεργήσαμε. Κάτι που άγγιξαν ή δημιούργησαν τα χέρια μας, κάτι για να καταφύγει η ψυχή μας, όταν πεθάνουμε.»
Αυτή η φράση ήταν κάτι που με άγγιξε πολύ και που με συγκίνησε, με έκανε να σκεφτώ τι θα κάνω εγώ με τα δικά μου χέρια και τι θα αφήσω πίσω μου. Πιστεύω επίσης, ότι θα συγκινούσε και έναν άνθρωπο μεγάλης ηλικίας, αφού θα του έφερνε αναμνήσεις από το παρελθόν του απο αυτά που έχει κατορθώσει να κάνει στη ζωή του.
«Σήμερα ξεκινώ περπατώντας να γνωρίσω το κόσμο, να μάθω πώς αληθινά μιλάει, να μάθω πώς σκέφτεται. Στην αρχή τα πάντα μου είναι άγνωστα, όσο όμως περνάει ο καιρός κι εκείνα συσσωρεύονται μέσα μου, θα γίνονται τμήμα του εαυτού μου.»
Αυτό το απόσπασμα για εμένα αντιπροσωπεύει τον κύκλο της ζωής. Δηλαδή όταν γεννιέσαι δεν ξέρεις τίποτα για τον κόσμο. Όμως όσο μεγαλώνεις και γερνάς καταλήγεις να έχεις πολλές εμπειρίες και πληροφορίες για αυτό τον κόσμο. Και μερικές από αυτές τις έχεις ήδη κάνει μέρος του εαυτού σου και τις χρησιμοποιείς στην καθημερινή σου ζωή.
«Δώσε στο λαό διαγωνισμούς. Δώσε του βραβεία επειδή θυμάται τα ονόματα των πιο δημοφιλών τραγουδιών ή των μεγαλύτερων πολιτειών ή πόσο καλαμπόκι έβγαλε πέρσι η Αϊόβα. Παραγέμισέ τους με ακίνδυνες πληροφορίες, ρίξε τους μπόλικες σφήνες από "γεγονότα", κάνε τους να αισθανθούν ενήμεροι. Έτσι θα νομίζουν ότι σκέφτονται, θα έχουν την αίσθηση ότι κινούνται ενώ μένουν ακίνητοι. Και θα είναι χαρούμενοι, γιατί τέτοιου είδους γεγονότα δύσκολα αλλάζουν. Μην τους δώσεις εύφλεκτο υλικό, όπως φιλοσοφία ή κοινωνιολογία, για να εξηγήσουν τα πράγματα. Αυτό τους προκαλεί κατάθλιψη.»
Αυτό το απόσπασμα είναι το κεντρικό νόημα του βιβλίου. Δηλαδή ότι οι άνθρωποι μπορούν εύκολα να ελεγχθούν από οποιονδήποτε, αν τους προσφέρει κάτι για να ασχολούνται, κάτι για να νομίσουν ότι σκέφτονται, όπως π.χ. ένα θέαμα. Όμως για να κρατήσει κάποιος αυτό τον έλεγχο πρέπει να κρατήσει τους ανθρώπους στην άγνοια και να καταστρέψει ολοκληρωτικά όλα αυτά που θα μπορούσαν να τους κάνουν να καταλάβουν. Το σημαντικότερο από αυτά είναι η γνώση. Αν καταστρέψεις ένα μεγάλο μέρος της γνώσης (τα βιβλία αποτελούσαν τότε το σημαντικότερο μέσο αποθήκευσης της γνώσης) τότε θα είσαι σχεδόν βέβαιος ότι έχεις τον απόλυτο έλεγχο.
Αξιολόγηση
Κατά τη γνώμη μου το «Φάρεναϊτ 451» είναι ένα βιβλίο που αντιπροσωπεύει την εποχή του σήμερα με πιο δυστοπικό τρόπο. Σήμερα έχουμε μεγάλο όγκο πληροφοριών με άμεση και ελεύθερη πρόσβαση. Όμως πώς χρησιμοποιούν οι άνθρωποι αυτή την πληροφορία; Λοιπόν, η πλειονότητα των ανθρώπων έχει στρέψει το βλέμμα της προς ασήμαντες ειδήσεις και νέα. Όπως τα Ριάλιτι Σόους. Έτσι σε αντίθεση με το Φάρεναϊτ, εμείς διαλέξαμε να στερηθούμε τα σημαντικά μέρη της γνώσης και να χρησιμοποιήσουμε την τεχνολογία που μας δόθηκε με λανθασμένο τρόπο. Δεν μας ανάγκασε κανένας να το κάνουμε αυτό.
Αλίκη